σύσσωμα

σύσσωμα
σύσσωμος
united in one body
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύσσωμος — η, ο / σύσσωμος, ον, ΝΜΑ ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ολόσωμος, σύγκορμος 2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).… …   Dictionary of Greek

  • πατόκορφα — επίρρ. από την κορυφή ώς τα πόδια, από την κορυφή ώς τον πάτο, ώς τα νύχια, σύγκορμα, σύσσωμα, σε όλο το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτος + κορφή / κορυφή] …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”